- κακοθανασία
- η (Α κακοθανασία) [κακοθάνατος]ο κακός, οδυνηρός, βασανιστικός θάνατος ή το να πεθαίνει κάποιος κάτω από συνθήκες αθλιότητας και δυστυχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοθανασίας — κακοθανασίᾱς , κακοθανασία miserable death fem acc pl κακοθανασίᾱς , κακοθανασία miserable death fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθανασίαις — κακοθανασία miserable death fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθανάτισμα — το [κακοθανατίζω] κακοθανασία*, κακός, οδυνηρός θάνατος … Dictionary of Greek
κακοθανατιά — η [κακοθάνατος] κακοθανασία*, κακός, βασανιστικός θάνατος … Dictionary of Greek